Η εμφάνιση των τριχών στην κεφαλή του εμβρύου ολοκληρώνεται κατά την 18η εβδομάδα της κύησης. Οι αρχικές αυτές τρίχες είναι χνοώδεις. Περίπου στον πέμπτο μήνα και μέσα σε 10 μέρες οι τελογενείς αυτές τρίχες γίνονται σταδιακά αναγενείς, ξεκινώντας από το μέτωπο προς τα πίσω σαν κύμα. Στη φάση αυτή τρίχες της ινιακής περιοχής δεν μεταβάλλονται.
Στην μέτωπο-βρεγματική χώρα το χνούδι αυτό αποπίπτει στην μητέρα στον έβδομο μήνα της κύησης και ακολούθως αντικαθίσταται από ένα δεύτερο κύμα αναγενών τριχών, πάλι σαν χνούδι, ξεκινώντας από το μέτωπο προς τα πίσω.
Ομως μπορεί να υπάρξει καθυστέρηση στην πτώση των πρώτων αυτών τριχών με αποτέλεσμα η πυκνότητα των τριχών κατά τη γέννηση να είναι έντονη. Αυτό συμβαίνει συχνά στο νεογνό με σκούρο χρώμα δέρματος.
Στην ινιακή περιοχή το χνούδι της πρώτης τριχοφυΐας παραμένει στην αναγενή φάση μέχρι λίγο πριν τη γέννηση, οπότε αυτό μεταπίπτει στην τελογενή φάση. Αυτές οι τρίχες της ινιακής περιοχής πέφτουν οκτώ με 12 εβδομάδες αργότερα. Μέχρι να αντικατασταθούν από νεοεμφανιζόμενες τρίχες εμφανίζεται η εικόνα της ελάττωσης της πυκνότητας των τριχών που βλέπουμε στην μνημειακή περιοχή των νεογνών δύο με τριών μηνών. Αυτό το φαινόμενο είναι φυσιολογικό και ονομάζεται ινιακή αλωπεκία των νεογνών.
Ένα άλλο παράξενο φαινόμενο είναι ότι στο έμβρυο και κατά τους εφτά πρώτους μήνες μετά τη γέννηση, όλες οι τρίχες στην κεφαλή εκτός από την ινιακή περιοχή είναι συγχρονισμένες, δηλαδή στην ίδια φάση ανάπτυξης.
Προς το τέλος του πρώτου χρόνου της ζωής του παιδιού, εμφανίζεται ο μωσαϊκός τύπος ανάπτυξης των τριχών που παραμένει σε όλη την υπόλοιπη ζωή. Ο χρόνος αυτός όμως μπορεί να είναι διαφορετικός από παιδί σε παιδί. Μετά την γέννηση δεν εμφανίζονται είναι οι θύλακες τριχών. Σύμφωνα με μια έρευνα έχει πυκνότητα των τριχών στο κεφάλι κατά τη γέννηση είναι περίπου 1100 ανά cm^2, στον 12ο μήνα 800 ανά cm^2 και στην ηλικία των 20 με 30 ετών 600 ανά cm^2.
Η βασική αρχή είναι ότι η πυκνότητα των τριχών στο τριχωτό της κεφαλής ελαττώνεται με την αύξηση το μέγεθος της κεφαλής και με την πάροδο της ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας παρατηρείται μία σταδιακή μετάπτωση των τριχών της κεφαλής από χνοώδεις σε ενδιάμεσες και ακολούθως σε τελικές τρίχες. Πιστεύεται ότι ένα ποσοστό 6-20 % των τριχών της κεφαλής παραμένουν σαν χνούδι κατά την ενήλικη ζωή.
Η τρίχα παχύνεται γρήγορα τα πρώτα τρία με τέσσερα χρόνια της ζωής και πιο αργά τα επόμενα έξι χρόνια, δηλαδή τα πρώτα 10 χρόνια της ζωής του παιδιού. Η αύξηση αυτή στο πάχος της τρίχας στην ηλικία αυτή, την προεφηβική, συμβαδίζει με την αύξηση του μεγέθους των τριχιακών θυλάκων στην κεφαλή.
Με την πάροδο του χρόνου το χρώμα των μαλλιών γίνεται πιο σκούρο. Οι βλεφαρίδες και τα φρύδια θα πρέπει να υπάρχουν φυσιολογικά κατά τη γέννηση. Τα νεογέννητα μπορεί να έχουν πλούσια, λίγα, ή καθόλου μαλλιά. Και οι τρεις περίπτωσεις είναι παραλλαγές του φυσιολογικού.
Στο φυσιολογικό νεογνό, γενικά το τρίχωμα της κεφαλής παχύνεται και παίρνει το χαρακτηρισικό της φυσιολογικής ανάπτυξης των τριχών στο τέλος του πρώτου χρόνου. Επομένως, κληρονομικές διαταραχές ανάπτυξης των τριχών μπορεί να γίνουν αντιληπτές είτε ως αδυναμία των τριχών να αναπτυχθούν φυσιολογικά, είτε ως απουσία διαδοχής τους από ένα φυσιολογικό μετανεογνικό τρίχωμα.
Οι τρίχες του σώματός ακολουθούν γενικά την ίδια πορεία. Το πρώτο ενδομήτριο τρίχωμα είναι το χνούδι και καλύπτει όλο το έμβρυο, μπορεί να είναι ορισμένα εκ. σε μήκος. Οι τρίχες αυτές, φυσιολογικά, πέφτουν ενδομήτρια τον έβδομο με όγδοο μήνα και αντικαθίστανται από χνοώδεις τρίχες. Το χνούδι μπορεί να υπάρχει στα άκρα και στους ώμους υγιών νεογνών, όμως φυσιολογικά δεν παρατηρείται μετά τον πρώτο ή δεύτερο μήνα της ζωής. Οι χνοώδης αυτές τρίχες γενικά δεν μεγαλώνουν περισσότερο από δύο εκ..
Συμπερασματικά, ο δερματολόγος είναι αυτός που θα εκτιμήσει κατά πόσο μια κατάσταση είναι φυσιολογική ή προβληματική και θα οδηγήσει στην εκτέλεση των απαραίτητων εξετάσεων αν είναι απαραίτητο.